Η Ιστορια του Αντιρριου


Το Αντίρριο ανήκε διοικητικά στην Δυτική Λοκρίδα που ξεκινούσε από το όρος Ταφιασσός (Κλόκοβα ή Παλιοβούνα) και εκτεινόταν σε μια στενή παραλιακή ζώνη, η οποία μετά το Γαλαξίδι (Χαλεόν) έφθανε μέχρι την Άμφισσα. Πάνω από τη ζώνη αυτή ήταν οι Αιτωλοί που καραδοκούσαν να βρουν διέξοδο προς την θάλασσα, γι’ αυτό υπέβλεπαν πάντοτε τη Ναύπακτο που ήταν η κυριότερη λοκρική πόλη της περιοχής σε περίοπτη στρατηγική θέση.Το Αντίρριο συνδέθηκε με τους δωρικούς μύθους και την διαπεραίωση των Ηρακλείδων στην Πελοπόννησο.

 Ο χρησμός που έδωσε η Πυθία στους Ηρακλειδείς περιείχε τη φράση κλειδί για την ερμηνεία του, που δεν κατενόησαν οι Ηρακλειδείς με αρχηγό τον γιο του Ηρακλή Ύλλο. Η φράση «στενυνράν τήν ευρυγάστορα» «φωτογράφιζε» τον πορθμό των Ρίων που βρισκόταν εκεί που στένευε η θάλασσα στα δεξιά του Ισθμού της Κορίνθου.
Με το ξεκαθάρισμα του χρησμού από το Μαντείο των Δελφών κατέστη δυνατή η διαπεραίωση των Ηρακλείδων, με αρχηγό τον δισέγγονο του Ηρακλή τον Τήμενο, στην Πελοπόννησο από το Αντίρριο. Χρησιμοποίησαν τα πλοία που είχαν ναυπηγήσει οι Λοκροί με οδηγό τον «τριόφθαλμο» (τριομάτη) Όξυλο από την Αιτωλία, που Βασίλευσε στην Ηλεία και θεωρείται ως ο ιδρυτής των Ολυμπιακών Αγώνων. Μάλιστα καθώς αναφέρει ο Παυσανίας ο Όξυλος παρακίνησε τους Ηρακλειδείς να περάσουν με πλοία στην Πελοπόννησο και να μην δοκιμάσουν να μπουν με πεζικό στρατό απ' τον ισθμό.
Ο Γεωγράφος Στράβων τοποθετεί γεωγραφικά τη Ναύπακτο με τη φράση «ή Ναύπακτος συμμένει του Αντιρρίου πλησίον». Γύρω στα 459 π.Χ. οι Αθηναίοι κατέλαβαν τη Ναύπακτο και στη συνέχεια το Μολύκριον (και επομένως και το Αντίρριο). Έχοντας ως ναυτική Βάση τη Ναύπακτο οι Αθηναίοι έλεγχαν τον πορθμό και μάλιστα στην 1η ναυμαχία (429 π.Χ.), που έγινε στον Καλυδώνιο κόλπο με αρχηγό τον Ναύαρχο Φορμίωνα, νίκησαν τους Πελοποννήσιους, αιχμαλώτισαν 12 πλοία τα οποία οδήγησαν στη Μολύκρεια. Ένα από τα πλοία το αφιέρωσαν στον Ποσειδώνα στο Αντίρριο. 
Λίγες μέρες αργότερα έγινε νέα ναυμαχία. Ο Πελοποννησιακός στόλος συγκεντρώθηκε στον Πάνορμο, κοντά στο Αχαϊκό Ρίο και ο Φορμίωνας με τα 20 πλοία του, που ναυλοχούσαν στη Ναύπακτο, μετακινήθηκε στο Αντίρριο. Παράλληλα αρμένισε και ο Φορμίων στο Ρίο το Μολυκρικό και άραξε εκεί απέξω με τα είκοσι πλοία με τα οποία είχε ναυμαχήσει και πριν. Αυτό το Ρίο είναι φιλικό προς τους Αθηναίους, το άλλο όμως είναι αντίπερα στην Πελοπόννησο, τα δυό λιμάνια απέχουν το ένα απ' τ' άλλο κάπου επτά στάδια.Τελικά στη ναυμαχία που έγινε νίκησαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι έστησαν τρόπαιο στο σημείο απ' όπου βγήκαν στη μάχη και νίκησαν. Οι Πελοποννήσιοι μιας και νικούσαν στην αρχή, έστησαν και αυτοί τρόπαιο στο Αχαϊκό Ρίο. Στο 338 π.Χ. η Ναύπακτος περιέρχεται στους Αιτωλούς. Την ακολουθούν η Μολύκρεια και το Αντίρριο που πλέον ανήκουν στην Αιτωλική Συμπολιτεία και συμπορεύονται με τους Αιτωλούς. Στα 220 π.Χ. οι Αιτωλοί στρατηγοί Δωρίμαχος και Σκόπας συγκέντρωσαν όλο τον Αιτωλικό στρατό στο Ρίον [Αντίρριον], ετοίμασαν πορθμεία και τα πλοία των Κεφαλλήνων, μετέφεραν τους στρατιώτες στην Πελοπόννησο και προχωρούσαν προς τη Μεσσηνία.
Ησίοδος
Το Αντίρριο σχετίζεται με τον θάνατο του Ησιόδου (8ος π.Χ. αιώνας). Σύμφωνα με όσα παραδίδει ο Πλούταρχος: Τα αδέλφια μιας κοπέλας κοντά στη Ναύπακτο παραφύλαξαν στο Ιερό του Νεμείου Διός (κάτω από το σημερινό χωριό Καστράκι της Δωρίδας) και σκότωσαν τον Ησίοδο, που θεώρησαν ότι συγκάλυψε προσβολή της αδελφής τους από κάποιον άνδρα Μιλήσιο, και τον έριξαν στη θάλασσα. Ένα κοπάδι δελφίνια μετέφεραν το άψυχο κορμί του ποιητή στο Ρίον (Αντίρριο) κοντά στη Μολύκρεια. Εκείνη την εποχή έτυχε να γίνεται από Λοκρούς η θυσιαστήρια γιορτή και πανήγυρις των Ρίων, την οποία γιορτάζουν ακόμα και σήμερα με λαμπρότητα στον τόπο αυτό. Οι Λοκροί γνώρισαν το πτώμα και το έθαψαν με τιμές δίπλα στο ναό του Νέμειου Δία. Ανακάλυψαν τους δολοφόνους τους οποίους «κατεπόντισαν ζώντας καί την οίκίαν κατέσκαψαν». Ο Παυσανίας ονομάζει τους δολοφόνους, να είναι οι γιοι του Γανύκτορα Κτίμενος και Αντιφος από την Ναύπακτο, οι οποίοι μετά το φόνο κατέφυγαν στη Μολύκρεια όπου ασέβησαν στον Ποσειδώνα, και τιμωρήθηκαν αυστηρά από τους Λοκρούς.
Το Αντίρριο, λόγω της θέσης του, που ένωνε και χώριζε τους κόλπους και ήταν το μοναδικό πέρασμα από την Λοκρίδα-Αιτωλία για την Αχαΐα χρησιμοποιείτο ως λιμάνι όλες τις εποχές. Γιατί όμως δεν έχουν βρεθεί λιμενικές εγκαταστάσεις; Η αεροφωτογράφηση έδωσε την απάντηση. Το αρχαίο λιμάνι εντοπίσθηκε βυθισμένο στη θάλασσα στη θέση του σημερινού δυτικού.
Ένας αρχαίος αγροτικός οικισμός ανακαλύφθηκε στα Δυτικά του Αγίου Παντελεήμονος, ένα περίπου χιλιόμετρο βόρεια του Αντιρρίου στη θέση Δραγατσιά, κατά τις εργασίες σύνδεσης της Γέφυρας με την εθνική οδό, πράγμα που επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι το αρχαίο Μολύκρειο απλωνόταν από το Αντίρριο μέχρι τον Άγιο Γεώργιο.

Μεσαιωνικό Αντίρριο
Το Αντίρριο λόγω της στρατηγικής του θέσης διαδραμάτισε και τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή εποχή σημαντικό ρόλο. Ουδέποτε έπαυσε να είναι λιμάνι που συνδέει τη Ρούμελη με τον Μοριά.Ενδεικτικά   είναι   όσα   γράφουν   οι   Peter Soustal Joh. Koder (Nikopolis and Kephallenia): «Το αρχαίο Αντίρριο, το οποίο, λόγω της γειτνίασης του με το Μολύκρειο, ονομάζεται και Μολύκριο Ρίο (ρίον "βουνοκορφή, πρόποδες, ακρωτήριο"), στο συνοριακό τμήμα μεταξύ Αιτωλίας και Λοκρίδας συναντά κανείς στον Μιχαήλ Ψελλό ως αρχαία ανάμνηση. Το 15ο αιώνα αναφέρεται το ακρωτήριο Αντίρριο ως ακρωτήριο του Αγίου Αντρία. Στη μεταβυζαντινή εποχή συναντά κανείς το λαϊκό τοπωνύμιο Καστέλια για τα φρούρια που βρίσκονται και στις δύο πλευρές του πορθμού. Στους νεότερους χρόνους ο πορθμός ονομάζεται Δαρδανέλια της Ναυπάκτου».
Το Αντίρριο ακολούθησε τη μοίρα της Ναυπάκτου, η οποία στις 29 Αυγούστου 1499 παραδόθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του βενετοτουρκικού πολέμου από τους Βενετούς (Α' Βενετοκρατία 1407-1499) στους Οθωμανούς.Ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β' κρατούσε τώρα το «κλειδί» του Κορινθιακού Κόλπου. Βλέποντας τη στρατηγική σημασία του «στενού» ασφάλισε την είσοδο με την ανέγερση δύο φρουρίων στα δυο ακρωτήρια (Ρίο του Μοριά και Ρίο της Ρούμελης).Πάνω στα αρχαία θεμέλια τα φρούρια κτίσθηκαν σε τρεις μήνες και παρότι κακόπαθαν από τους πολέμους διατηρούνται ακόμα. Από τον 17ο αι. ο πορθμός για την ισχυρή του θέση ονομάσθηκε Δαρδανέλια της Ναυπάκτου (Dardaneli di Lepanto) και το Αντίρριο Καστέλι της Ρούμελης (Roumeli Castle), ενώ το αντικρινό Ρίο Καστέλι του Μοριά. Η περιεκτική ονομασία Καστέλια αναφέρεται και στα δύο κάστρα. Σ’ ένα πορτολάνο (1573) αναφέρονται τα λιμάνια: Ανατολικό (Αιτωλικό), Γαλατάς, Καβουρολίμνη (Βασιλική), Σοποτό (Κολοβαίικα), Καστέλια (Αντίρριο-Ρίο), Κάκαβος (Πλατανόρεμα), Έπακτος (Ναύπακτος).

Το Αντίρριο στο κέντρο των διενέξεων Τούρκων και Ενετών


ο Γενοβέζος Ναύαρχος Αντρέας Ντόρια
Η κατάληψη της Ναυπάκτου από τους Τούρκους στα 1499 έφερε το κτίσιμο των δύο φρουρίων στον πορθμό των Ρίων. Στα 1504 το κάστρο του Αντιρρίου ενισχύθηκε με πυροβολικό. Στα 1532 ο Γενοβέζος Ναύαρχος Αντρέας Ντόρια μετά την κατάληψη της Πάτρας κατέλαβε το Ρίο και προσέβαλε και το Αντίρριο, η φρουρά του οποίου πρόβαλε μεγάλη αντίσταση. Τελικά οι Γιαννίτσαροι του Κάστρου δεν άντεξαν και ανατινάχθηκαν μαζί μ' αυτό στον αέρα.
Το 1533 παραδόθηκε η Πάτρα στους Τούρκους και ανακαταλήφθηκε από αυτούς και το κάστρο του Αντιρρίου. Το μισογκρεμισμένο κάστρο ξανακτίσθηκε από τους Τούρκους και στα 1543 ενισχύθηκε με πυροβολικό. Το 1603 οι Ιππότες της Μάλτας με πέντε γαλέρες το κατέλαβαν, το κατέστρεψαν και τα 70 πυροβόλα του τα μετέφεραν στη Μάλτα. Οι Τούρκοι ξανάκτισαν το κάστρο. Στις 9 Ιουλίου 1687 οι ενετικές δυνάμεις υπό τον Ναύαρχον Μοροζίνι κατέλαβαν την Πάτρα και στις 12 Ιουλίου το Ρίο. Στη συνέχεια πολιόρκησαν το κάστρο του Αντιρρίου και οι Τούρκοι υπό τον Αχμέτ Πασά αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν, αφού πρώτα ανετίναξαν δύο μεγάλους πύργους. Μετά την κατάληψη του Αντιρρίου οι Ενετοί εισήλθαν στη Ναύπακτο και άρχισε η Β' Ενετοκρατία (1687-1701). Βέβαια οι Ενετοί επεσκεύασαν το κάστρο.
Στις 4 Αυγούστου 1701 παραδόθηκε στους Οθωμανούς η Ναύπακτος μετά τη συνθήκη του ΚάρλοΒιτς (26.1.1699), η οποία προέβλεπε κατεδάφιση των φρουρίων Ναυπάκτου, Αντιρρίου και Πρεβέζης. Κατά την παράδοση του το κάστρο του Αντιρρίου ανατινάχθηκε μερικά. Ο Μελέτιος στη Γεωγραφία του αναφέρει ότι στα 1701 ξανακτίσθηκε από τους Τούρκους.

Το Αντίρριο περί το 1815

Ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) διετέλεσε την περίοδο 1805-1815 πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή-πασα των Ιωαννίνων. Στο ταξιδιωτικό του αναφέρει για το Αντίρριο:
«Πιθανόν το Αφάνί της Μαλύκρειας, εκεί όπου τα δελφίνια απόθεσαν το σώμα τον Ησιόδου, που ο θάνατος του έχει αποδοθεί μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, να ταυτίζεται με τον κολπίσκο του Αντιρρίου, γιατί δεν υπάρχει κανένα σημείο ελλιμενισμού στην ακτή, από την Καδουρολίμνη [Όρμος Βασιλικής] ως τον πύργο της Ρωμυλίας. Αυτό μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε την ιστορική αυτή θέση. Το ακρωτήρι που προστατεύει από ανατολάς· είναι προέκταση του Πίνδορου [Πίνδος], που σήμερα λέγεται Ρίγανη [Ριγάνι]. Μαζί με το ακρωτήριο Ρίο, σχηματίζει ένα στενό διαμέτρου εννιακοσίων είκοσι χλμ., όπου δεσπόζουν δύο φρούρια, τα πυρά των οποίων, όταν διασταυρώνονται, μπορούν να κλείσουν την είσοδο του κόλπου της Κορίνθου. Αυτή η θέση επισημαίνεται έντονα από όλοι/ς τους γεωγράφους ως το πιο στενό σημείο του καναλιού και το ουσιαστικό προστατευτικό στοιχείο αυτής της εσωτερικής θάλασσας, χωρίς να αναφέρεται καμία πόλη πάνω στο ακρωτήρι.
Το κάστρο του Λέπαντου ή της Ρωμυλίας, όπου μόλις είχα μπει, καλύπτει το άκρο του ακρωτηρίου Αντίρριου μ' ένα τετράγωνο μακρύ, οχυρωμένο και χωρισμένο σε δύο περιβόλους, με άδεια τάφρο από την πλευρά της ξηράς. Ο πρώτος περίβολος είναι γεμάτος τρώγλες και καλύβες όπου έμεναν οικογένειες χριστιανών του Βενετικού. Αυτές είχαν έρθει εκεί αποφεύγοντας τους ληστές που είχαν βαλθεί να λεηλατούν τα χωριά τους. Οι καημένοι αυτοί χωρικοί, κατασκόνιστοι, με τον κουρνιαχτό ανακατεμένο μαζί με τα δάκρυα τους, παρουσίαζαν φριχτό θέαμα. Τους πλησίασα. Τους μοίρασα τα τρόφιμα μου, όταν ήρθαν οι φύλακες που είχαν μάθει το όνομα μου στην είσοδο του δεύτερου περιβόλου, και μου είπαν πως μπορούσαμε να μπούμε μέοα. Αυτό το άλλο τμήμα του φρουρίου, που καταλαμβάνει την άκρη του ακρωτηρίου, διασταυρώνει τα πυρά του με αυτά του απέναντι φρουρίου του Μωριά (Ρίον Αχαϊκόν).
Η φρουρά του μέρους εκείνου ήταν μερικές οικογένειες Τούρκων που έμεναν εκεί και δεκαπέντε καταψωριασμένοι Αλβανοί με αρχηγό έναν μονόφθαλμο δισδάρη [φρούραρχος], που φορούσε στολή της συμφοράς. Αυτός ο διοικητής της πιο ασήμαντης φρουράς που γνώρισα ποτέ, τον οποίο τιμούσαν, ήρθε όλος κομπασμό να μου απλώσει το χέρι και να μου ζητήσει το δώρο του καλωσορίσματος. Εγώ δεν του 'δωσα καμιά σημασία κι εκείνος αποσύρθηκε ενοχλημένος. Προσωπικά, άρχισα να τριγυρίζω το μέρος μαζί μ' έναν άνθρωπο που μου φάνηκε διατεθειμένος να μου γνωρίσει λεπτομέρειες. Ήταν ο τοπτζίμπασης ή προϊστάμενος του πυροβολικού, που διέθετε τριάντα πυροβόλα χωρίς κιλλίβαντα στα τείχη. Μου είπε πως η δουλειά του πληρωνόταν ογδόντα φράγκα το χρόνο κι όταν τον ρώτησα πόσο πληρώνονταν οι πυροβολητές του, μου εκμυστηρεύτηκε πως ήταν μόνος του εκεί και πως η φύλαξη των στενών του Λέπαντου είχε ανατεθεί αποκλειστικά σ' εκείνον. Αυτό μ' έκανε να τον ρωτήσω αν μπορούσε να είναι σε δυο μέρη ταυτόχρονα και αν ήταν προϊστάμενος πυροβολικού και στο κάστρο του Μωριά. Εκείνος έβαλε τα γέλια.
Η περιήγηση μας κατέληξε στον δισδάρη, που τον βρήκα καθισμένο στο χείλος ενός πηγαδιού, να καπνίζει την πίπα του σοβαρός σαν κοσμοπολίτης. Χρειάστηκε ν' απευθυνθώ στην εξουσία του για να εξασφαλίσω πέρασμα, αλλά εκείνος ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να μ' αφήσει να βγω από το κάστρο χωρίς εντολή του πασά του Λέπαντου, στον οποίο και έπρεπε ν' απευθυνθώ. Του απάντησα, υψώνοντας τη φωνή, πως αυτό που ήθελε ήταν χρήματα και όχι εντολή, πως μπορούσε να λειτουργεί έτσι ατιμωρητί μόνο με τους Έλληνες, πως εγώ δεν επρόκειτο να του δώσω τίποτε, και πως έπρεπε πάραυτα να μου βρει ένα πλεούμενο. Όταν του είπα με ζωηρό ύφος αυτά τα λόγια, η Χάρη Του άλλαξε ύφος μέχρι σημείου να με ικετεύει να δεχτώ μερικά καρπούζια. Εγώ δέχτηκα κι έτσι συμφιλιωθήκαμε επικυρώνοντας την ειρήνη μεταξύ μας με το δώρο που το λένε μπακσίς. Επιπλέον, του υποσχέθηκα να τον υπερασπιστώ στον πασά Σαλίκ Αλή Ζαντέ, τρίτο γιο του σατράπη των Ιωαννίνων, που διοικούσε τη Ναύπακτο. Φωνάξανε τους μπεράτηδες, τους είπα ν' ανοιχτούμε αμέσως και, σε λιγότερο από δέκα λεπτά, αποβιβαζόμουν στα εδάφη της Πελοποννήσου».
Δεν πρόκειται για το κάστρο του Λεπάντου (Ναυπάκτου) αλλά του Αντιρρίου, που λεγόταν και «Καστέλι του Επάχτου - Λεπάντου». Επίσης είναι άγνωστη από άλλη πηγή η ονομασία Κάστρο Ρωμυλίας. Προφανώς θα είναι Ρούμελης. Πολύ ενδιαφέρουσα η πληροφορία ότι το Κάστρο χωριζόταν σε δύο περιβόλους με άδεια τάφρο από την πλευρά της ξηράς. Στον πρώτο περίβολο υπήρχαν καλύβες όπου διέμεναν Έλληνες απ' το Βενετικό που μπήκαν στο φρούριο για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των ληστών. Στον δεύτερο περίβολο κατοικούσαν κάποιες οικογένειες Τούρκων και η ολιγομελής φρουρά (15 στρ. και ο φρούραρχος). Ο χρόνος των 10" που αναφέρει ο Πουκεβίλ για το πέρασμα από Αντίρριο στο Ρίο είναι υπερβολικά λίγος, και τότε δεν υπήρχαν ταχυκίνητα πορθμεία.

Το Αντίρριο στην Επανάσταση τον '21

Με την έναρξη της Επανάστασης στην Αιτωλία τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να πολιορκούν τη Ναύπακτο και το Αντίρριο με την προσδοκία τα δύο αυτά οχυρά να περιέλθουν στα ελληνικά χέρια για να αποτελέσουν ισχυρές βάσεις για την επιτυχία του ξεσηκωμού. Στις 20 Μαΐου 1821 μοίρα του ελληνικού στόλου υπό τους Ναυάρχους Ανδρέα Μιαούλη και Ν. Μπόταση, εισήλθε στον Κορινθιακό Κόλπο έναντι της Ναυπάκτου. Στις 26 σε σύσκεψη των οπλαρχηγών με τους ναυάρχους αποφασίσθηκε η εξ εφόδου κατάληψη του Αντιρρίου. Ετοιμάσθηκαν στα πλοία 10 ξυλόσκαλες (10 πήχ. η καθεμιά) που παραδόθηκαν στους οπλαρχηγούς.
Η έφοδος αποφασίσθηκε σε νέα σύσκεψη να γίνει στις 6 Ιουνίου 1821. Πρώτος στη σκάλα ο Οπλαρχηγός Διαμαντής Χορμόβας. Από τους 400 στρατιώτες που υποσχέθηκαν να τον ακολουθήσουν, μόνο λίγοι κράτησαν την υπόσχεση τους. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί ο Χορμόβας και οι περισσότεροι από τους οπαδούς του. Εκεί τραυματίσθηκε στο κεφάλι και ο Κραβαρίτης Ηγούμενος Λαμιανός, που ανατιχνάχθηκε αργότερα στην Έξοδο.Συνέπεια της αποτυχίας ήταν να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια κατάληψης του κάστρου που παρέμεινε στα τουρκικά χέρια μέχρι το 1829.
Με τον διορισμό (23.1.1829) του αδελφού του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια Αυγουστίνου, ως «Πληρεξουσίου Τοποτηρητοϋ τοϋ Κυβερνήτου είς τάς Επαρχίας Στερεάς Ελλάδος καί τό στρατόπεδον» το ενδιαφέρον της Διοίκησης στρέφεται προς τα φρούρια της Ρούμελης και ιδιαίτερα της Ναυπάκτου και του Αντιρρίου.

Το Αντίρριο περί το 1876

Ο Λουδοβίκος Σ. Σαλβατόρ (1847-1915), πρίγκιπας της Αυστρίας στα 1876 εξέδωσε ένα ογκώδες Βιβλίο που ονομάστηκε Ένας περίπατος στον Κορινθιακό Κόλπο. Το έργο είναι προϊόν επιτελείου με την εποπτεία του Σαλβατόρ, που δεν θέλησε να δημοσιευθεί το όνομα του, αλλά κυκλοφορήθηκε ανώνυμα. Παρακάτω καταχωρούμε την πιο ακριβή περιγραφή του κάστρου.
«Όταν προσεγγίζει κανείς από τον Πατραϊκό Κόλπο στην αγκαλιά του Κορινθιακού προεξέχουν από ης δυο πλευρές μεγαλόπρεπα υψώματα, δεξιά τα χιονοσκέπαστα Βουνά της Πάτρας με τον ενθρονισμένο Βοϊδιά, αριστερά τα διαφανή γαλάζια υψώματα της μεγαλόπρεπης ΓκλόκοΒας, που μας θυμίζουν τα βουνά του Κατάρου. Και οι δυο με -ριές καταλήγουν σε εκτεταμένες κορυφές οι οποίες στολίζονται με οχυρά: τα Καστέλια, το Ρίο και το Αντίρριο, το γεωγραφικό σύνορο και το στρατηγικό κλειδί του θαυματουργού κόλπου. Στην αριστερή πλευρά εκτείνεται η δεντρόφυτη λοφοσειρά που σχηματίζεται από επιβλητικά υψώματα τελείως επίπεδα και καταλήγει στο μεγάλο κάστρο του Αντιρρίου. Στο δεξί μας χέρι βρίσκεται η όχι τόσο ψηλή κορυφή με το κάπως μικρότερο κάστρο του Ρίου. Τα δυο άκρα απέχουν μεταξύ τους γύρω στα 2.000 μέτρα. Λόγω μετακινήσεων της άμμου, κυρίως όμως λόγω συχνών σεισμών.
Γνώρισε ποικίλες μεταβολές αυτό το θαλάσσιο στενό, το οποίο ονόμαζαν ενίοτε Μικρά Δαρδανέλλια. Έτσι είχε σύμφωνα με τον θουκυδίδη κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου πλάτος 7 σταδίων, την εποχή του Στράβωνος ανερχόταν μόνο σε 5 και τώρα ανέρχεται όπως αναφέραμε ήδη ξανά σε 11-12 στάδια. Αφού εισπλεύσούμε στον κόλπο, θέλουμε από δω και πέρα να μην εξετάσουμε τη δεξιά ακτή και να ασχοληθούμε μόνο ρε την αριστερή δηλαδή τη βόρεια ακτή.
Στην επίπεδη παραλία της Ρούμελης όπου βόσκουν αγελάδες και άλογα, υψώνεται το κάστρο του Αντιρρίου, ένα παλαιό βενετσιάνικο κτίσμα από ψαρρόλιθους ελαφρά επικλινές. Έχει πολυγωνική μορφή και στο μπροστινό του μέρος υπάρχει ένας στρογγυλεμένος γωνιακός προμαχώνας που έχει δύο πολεμίστρες που κοιτάζουν προς το εσωτερικό του κόλπου, τρεις προς την είσοδο του κόλπου και πέντε -που τώρα είναι κτισμένες- προς την Πάτρα. Όλες καταλήγουν σε μυτερά τόξα. Μια τάφρος, που τώρα είναι λασπώδης και βαλτώδης, χώριζε το κάστρο από τη στεριά. Προς αυτή την πλευρά (του κάστρου) δύο τείχη που σχηματίζουν μεταξύ τους αμβλεία γωνία και με προμαχώνες στις δυο τους άκρες, οι οποίοι έχουν ο καθένας από μια πολεμίστρα και ένα άλλο κτίσμα ως προμαχώνας της γέφυρας, στον οποίο οδηγεί μια ετοιμόρροπη ξύλινη γέφυρα. Μια ημιστρόγγυλη πύλη με πυλίδα από πάνω μας οδηγεί, μέσω ενός θολωτού διαδρόμου ρε δυο πλευρικά τόξα και ένα ελαφρώς μυτερό καμπυλωτό δέσιμο στη μέση, προς το εσωτερικό.
Εκτός αυτού έχει ακόμη το κάστρο δύο ορμητήρια. Από τη μεγάλη αυλή στο εσωτερικό του κάστρου, όπου υπάρχουν δίπλα στα τείχη, ερείπια σπιτιών, απ' τα οποία είναι ακόμη ρε τη σκεπή του ένα στ' αριστερά της κύρια πύλης, ρας οδηγούν τρεις ράμπες που στηρίζονται σε τόξα - δύο στα πλάγια, μια μπροστά στο ισόπεδο. Μια σκάλα μας οδηγεί στο ύψος του προμαχώνα της πύλης. Οι επάλξεις, οι οποίες περιτριγυρίζουν τα τείχη, είναι στη μεριά που στρέφεται προς την ξηρά, στολισμένες ρε πέτρινες κορυφές που είναι στο πάνω τους μέρος εν μέρει λαξεμένες και εν μέρει οδοντωτές. Κάτω από τις επάλξεις υπάρχει, κορδόνι. Στο μπροστινό μέρος πάνω και στους δυο πλευρικούς προμαχώνες υπάρχουν δυο σκοπιές. Ο μπροστινός προμαχώνας έχει στο εσωτερικό του εκτός από τα πέντε τόξα και αρκετά πλευρικά τόξα. Αριστερά πάνω στον ίδιο προς το θαλάσσιο πέρασμα προεξέχει ο μικρός φάρος ρε τον μικρό αλλά λαμπερό προβολέα. Δίπλα στη σκοπιά αυτού του προμαχώνα βρίσκεται ο ιστός της σημαίας. Επάνω στο τείχος που υπάρχει ανάμεσα σ' αυτόν τον προμαχώνα και τον αριστερό γωνιακό προμαχώνα βρίσκονται δύο μικρές εξοχές. Τώρα είναι το οχυρό εγκαταλειμμένο και μόνον πάνω στον δεξιό προμαχώνα καθώς και στο μπροστινό μέρος μπορεί κανείς να συναντήσει ακόμη μερικά διαλυμένα κανόνια. Πάνω στον αριστερό προμαχώνα υπάρχει ακόμη το αλεξικέραυνο της παλαιάς πυριτιδαποθήκης. Βέβαια δεν φυλάσσεται πλέον εκεί πυρίτιδα. Έξι στρατιώτες αποτελούν τη φρουρά, οι οποίοι όμως πλέον δεν στεγάζονται μέσα στο κάστρο, αλλά λίγο πιο μακριά απ' αυτό σ' ένα μεγαλύτερο οίκημα με ημικυκλική πόρτα. Εκείνοι αποτελούν τώρα πια μαζί με τον μοναχικό φαροφύλακα, και εκτός από τα κριάρια με τα μεγάλα κέρατα που βόσκουν με την ησυχία τους στην πυκνή χλόη υπό την σκιά των τειχών, τους μοναδικούς κατοίκους του οχυρού.
Πίσω από το κάστρο βρίσκονται κυρίως στο δρόμο που οδηγεί προς τον κάμπο, γύρω στα 15 πέτρινα σπίτια συνήθως χαμηλοτάβανα με διπλή ριχτή σκεπή πάνω στην οποία φτερουγίζουν πολλές κάριες. Τα τηλεγραφόξυλα που οδηγούν τα καλώδια τους μέχρι το κάστρο και από εκεί υποθαλασσίως μέχρι το Ρίο ακολουθούν το δρόμο μοναχικά. Το χωριουδάκι, εάν θέλουμε να το ονομάσουμε έτσι έχει και ένα εκκλησάκι τον Άγιο Νικόλαο μ' έναν οκτάγωνο τρούλο και ένα καμπαναριό στα δεξιά. Στο εσωτερικό υπάρχει ένας προθάλαμος που αποτελείται από χωριστούς θόλους χωρισμένους από τρία τόξα, έναν τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερα μυτερά τόξα και ένα εικονοστάσιο που σχηματίζεται από δύο τόξα, το οποίο προεξέχει από την οκτάγωνη αψίδα. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν παλαιότερα αυτό το κτίριο μια Κούββα. Δίπλα στο εκκλησάκι βρίσκονται στη σκιά μιας παλιάς συκιάς εγκαταλειμμένοι τάφοι που είναι κατασκευασμένοι από πλάκες. Στα σπίτια συναντά κανείς ένα πηγάδι και σε απόσταση περίπου 15 λεπτών υπάρχει στην με σχίνα καλυμμένη πεδιάδα, όπου βρίσκονται μόνα τους δύο σπίτια, μια πηγή, όπου πηγάζει το νερό από μια σπασμένη σωλήνα, η οποία έφτανε παλαιότερα μέχρι το κάστρο. Το καλό και καθαρό νερό τρέχει από μια πέτρινη πηγή που τοποθετήθηκε αργότερα στη σπασμένη σωλήνα. Η ίδια σωλήνα έδινε κάποτε νερό και σε μια τούρκικη βαθουλωτή πηγή με τόξα από τούβλα και πέτρες και με μικρότερα τόξα μέσα στο κύριο τόξο που βρίσκονταν κοντά και βορειοανατολικά από το κάστρο.
Οι πλάκες με τις επιγραφές έχουν καταστραφεί. Έξω από το κάστρο βρίσκονται μισογκρεμισμένα εξωτερικά οχυρά, μπορούμε μάλιστα ν' ακολουθήσουμε τα ίχνη ενός κατεστραμμένου τείχους με θυρίδες που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής, στα ανατολικά όπου υπάρχει επίσης ένα τόξο και καταλήγει σ' έναν πλακόστρωτο δρόμο και σ' ένα οχυρό.
Κάτω από το Αντίρριο βρίσκεται ένα αγκυροβόλι, όπου συνηθίζεται ν' αράζουν τα καράβια, όταν πνέουν ισχυροί άνεμοι, κυρίως βορειοδυτικοί άνεμοι στο θαλάσσιο στενό του Καστελλιού. Έχει κανείς μια πολύ ωραία θέα κοιτάζοντας προς τα πίσω, προς το κάστρο, όταν παρουσιάζεται ήδη μπροστά του το Λεπάντο. Στην άκρη του ακρωτηρίου του Αντιρρίου υπάρχουν σε διάφορα μέρη κιτρινωποί λόφοι γεμάτοι από βλάστηση, οι οποίοι σχηματίζουν τις άκρες του κόλπου και ενώνονται με τα προηγούμενα υψώματα αφήνοντας πίσω τους την πεδιάδα που εκτείνεται στους πρόποδες του υψηλού και χιονοσκέπαστου όρους Ριγάνι. Στην ακτή εκτείνεται μια πεδιάδα, γεμάτη ελαιόδεντρα και σ' έναν λόφο βρίσκεται το γραφικό Λεπάντο που μας θυμίζει τούρκικο χωριό».



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου